δεος

δεος
    δέος
    -ους τό
    1) страх, боязнь
    

(δ. ἰσχάνει ἄνδρας Hom.)

    δέει τινός Thuc. и ὑπὸ τοῦ δέους τινός Arph. — из страха перед кем(чем)-л.;
    δ. τινὸς πρός τινα Arst. чей-л. — страх перед кем-л.;
    ἀδεὲς δ. δεδιέναι ирон. Plat. — страшиться нестрашным страхом, т.е. испытывать неосновательный страх;
    τὸ δ. ἐγίγνετο μέ … Thuc. — возникло опасение, как бы не …;
    τεθνᾶσι τῷ δέει (= μέγιστα δεδίασι) τοὺς τοιούτους Dem. — они до смерти боятся этих (людей)

    2) причина страха, повод к боязни
    

(οὔ τοι ἔπι = ἔπεστι δ. Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δεος" в других словарях:

  • δέος — fear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το τα αισθήματα φόβου και ανησυχίας που συνοδεύουν το θαυμασμό μας για κάτι που είναι πέρα από τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. — ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δέη — δέος fear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δέος fear neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖος — δέος fear neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείους — δέος fear neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείων — δέος fear neut gen pl (doric) δέω 2 lack fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῶν — δέος fear neut gen pl (attic epic doric) δέω 2 lack fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέεος — δέος fear neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»